λευκόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_19) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόκαρπος''': -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6. | |lstext='''λευκόκαρπος''': -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει [[λευκό]] καρπό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A yielding white fruit, Thphr.HP3.18.6.
German (Pape)
[Seite 34] mit weißer Frucht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόκαρπος: -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
Greek Monolingual
λευκόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που φέρει λευκό καρπό.