λυγοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_16)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠγοπλόκος''': -ον, = [[λυγιστής]], Γλωσσ.
|lstext='''λῠγοπλόκος''': -ον, = [[λυγιστής]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυγοπλόκος]], -ον (Α)<br />[[λυγιστής]], [[κατασκευαστής]] καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογο</i>-[[πλόκος]], <i>μυθο</i>-[[πλόκος]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοπλόκος Medium diacritics: λυγοπλόκος Low diacritics: λυγοπλόκος Capitals: ΛΥΓΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: lygoplókos Transliteration B: lygoplokos Transliteration C: lygoplokos Beta Code: lugoplo/kos

English (LSJ)

ον,

   A viminarius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο-πλόκος, μυθο-πλόκος.