ὑπερύψηλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερύψηλος''': -ον, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ὑψηλός]], Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.
|lstext='''ὑπερύψηλος''': -ον, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ὑψηλός]], Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extrêmement élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὑψηλός]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερύψηλος Medium diacritics: ὑπερύψηλος Low diacritics: υπερύψηλος Capitals: ΥΠΕΡΥΨΗΛΟΣ
Transliteration A: hyperýpsēlos Transliteration B: hyperypsēlos Transliteration C: yperypsilos Beta Code: u(peru/yhlos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding high, X.An.3.5.7, Arr.An.1.5.12, Ael. VH3.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig hoch; Xen. An. 3, 5, 7; δένδρα D. C. 37, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερύψηλος: -ον, ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement élevé.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψηλός.