πάνθηλυς: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(6_22) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάνθηλυς''': υ, ὁ [[ὅλως]] [[θῆλυς]], ὁ ἐντελῶς ἐκτεθηλυμμένος, «Διονῦς ὁ [[γυναικίας]] καὶ [[πάνθηλυς]]» Ἐτυμολ. Μέγ. 277, 3. | |lstext='''πάνθηλυς''': υ, ὁ [[ὅλως]] [[θῆλυς]], ὁ ἐντελῶς ἐκτεθηλυμμένος, «Διονῦς ὁ [[γυναικίας]] καὶ [[πάνθηλυς]]» Ἐτυμολ. Μέγ. 277, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήλεος, ό, Α<br />(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, [[τελείως]] [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θῆλυς]] (<b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>θηλυς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, ὁ,
A quite effeminate, of Dionysus, EM277.3.
German (Pape)
[Seite 460] verstärktes θῆλυς, E. M. 277, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πάνθηλυς: υ, ὁ ὅλως θῆλυς, ὁ ἐντελῶς ἐκτεθηλυμμένος, «Διονῦς ὁ γυναικίας καὶ πάνθηλυς» Ἐτυμολ. Μέγ. 277, 3.
Greek Monolingual
-ήλεος, ό, Α
(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, τελείως θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θῆλυς (πρβλ. ημί-θηλυς)].