φορμηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορμηδόν''': Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. [[σταυροειδῶς]], «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες [[σταυροειδῶς]] ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.
|lstext='''φορμηδόν''': Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. [[σταυροειδῶς]], «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες [[σταυροειδῶς]] ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en forme de natte, par entrecroisement, <i>càd</i> alternativement en long et en large.<br />'''Étymologie:''' [[φορμός]], -δην.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμηδόν Medium diacritics: φορμηδόν Low diacritics: φορμηδόν Capitals: ΦΟΡΜΗΔΟΝ
Transliteration A: phormēdón Transliteration B: phormēdon Transliteration C: formidon Beta Code: formhdo/n

English (LSJ)

Adv., (φορμός)

   A like mat-work or wattling, cross-wise, ξύλα . . φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες setting up planks arranged cross-wise, Th.2.75; φ. ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες (sc. τοὺς νεκρούς) Id.4.48, cf. Ph.2.530, Aristid.2.312J.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., 1) nach Art einer geflochtenen Decke, d. i. übers Kreuz, in die Quere, kreuzweis, Thuc. 2, 75; übh. kreuz u. quer, unter u. über einander, 4, 48. – 2) bündelweise.

Greek (Liddell-Scott)

φορμηδόν: Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. σταυροειδῶς, «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες σταυροειδῶς ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de natte, par entrecroisement, càd alternativement en long et en large.
Étymologie: φορμός, -δην.