ἀλλοδημία: Difference between revisions
(6_9) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοδημία''': ἡ, = [[ἀποδημία]], διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, [[Πολυδ]]. 9. 21, [[ὅστις]] μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = [[ξένος]], ἐκ ξένης χώρας, 3. 54. | |lstext='''ἀλλοδημία''': ἡ, = [[ἀποδημία]], διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, [[Πολυδ]]. 9. 21, [[ὅστις]] μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = [[ξένος]], ἐκ ξένης χώρας, 3. 54. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.<i>Int</i>.48<br /><b class="num">1</b> [[tierra extraña]], [[el extranjero]] στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.l.c., χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτων <i>PTeb</i>.50.9 (II a.C.), ἐν ἀλλοδημίᾳ Pl.<i>Lg</i>.954e, <i>BGU</i> 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3<br /><b class="num">•</b>frec. c. prep. [[en el extranjero]], [[de viaje]] ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃ Hp.l.c., καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημίας Phld.<i>Mort</i>.26.12, ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντες estando fuera, de viaje</i> Iambl.<i>VP</i> 35.<br /><b class="num">2</b> [[gente forastera]] ἀλλοδημίας μεστήν Poll.9.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀλλο-δαμία, ἡ,
A = ἀποδημία, stay in foreign land, Hp.Int.48 ; ἐν ἀλλοδημίᾳ abroad, Pl.Lg.954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί<ας> Phld.Mort.26 : pl., Iamb.VP35.252. IIconcrete, foreign people, στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, Aufenthalt in der Fremde, ἐν ἀλ., Plat. Legg. XII, 954 e, dem ἐν ἄστει gegenüber, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοδημία: ἡ, = ἀποδημία, διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, Πολυδ. 9. 21, ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = ξένος, ἐκ ξένης χώρας, 3. 54.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.Int.48
1 tierra extraña, el extranjero στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.l.c., χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτων PTeb.50.9 (II a.C.), ἐν ἀλλοδημίᾳ Pl.Lg.954e, BGU 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3
•frec. c. prep. en el extranjero, de viaje ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃ Hp.l.c., καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημίας Phld.Mort.26.12, ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντες estando fuera, de viaje Iambl.VP 35.
2 gente forastera ἀλλοδημίας μεστήν Poll.9.21.