ἀρτιάκις: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτιάκις''': [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[περισσάκις]], ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν [[ἀρτιάκις]] λαμβάνηται, τὸν [[δέκα]] ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ [[περισσάκις]], ἑαυτὸν [[πάλιν]] ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα [[ἀρτιάκις]] ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· [[ἀρτιάκις]] ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ [[ὅστις]] διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.
|lstext='''ἀρτιάκις''': [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[περισσάκις]], ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν [[ἀρτιάκις]] λαμβάνηται, τὸν [[δέκα]] ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ [[περισσάκις]], ἑαυτὸν [[πάλιν]] ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα [[ἀρτιάκις]] ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· [[ἀρτιάκις]] ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ [[ὅστις]] διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec un nombre de fois pair.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτιος]], -ακις.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐάκις Medium diacritics: ἀρτιάκις Low diacritics: αρτιάκις Capitals: ΑΡΤΙΑΚΙΣ
Transliteration A: artiákis Transliteration B: artiakis Transliteration C: artiakis Beta Code: a)rtia/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.

German (Pape)

[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un nombre de fois pair.
Étymologie: ἄρτιος, -ακις.