σπαργανόω: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12. | |lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />envelopper de langes, emmaillotter.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
= σπάργω,
A wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E.</author
German (Pape)
[Seite 917] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, sc. τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνόω: ὡς τὸ σπάργω (ὃ ἴδε), περιτυλίσσω ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
envelopper de langes, emmaillotter.
Étymologie: σπάργανον.