σύνθεμα: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_22) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνθεμα''': τό, ποιητ. ἀντὶ [[σύνθημα]], Ἀνθ. Π. [[παράρτημα]] 30 ([[ἔνθα]] ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) [[σύνθετος]] [[λέξις]], Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) [[συνέλευσις]], [[συνάθροισις]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11). | |lstext='''σύνθεμα''': τό, ποιητ. ἀντὶ [[σύνθημα]], Ἀνθ. Π. [[παράρτημα]] 30 ([[ἔνθα]] ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) [[σύνθετος]] [[λέξις]], Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) [[συνέλευσις]], [[συνάθροισις]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11). | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[mixtura]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, later Gr. for σύνθημα, Hedyl. ap. Ath.11.497d (where both forms occur), PLips.33 ii 26 (iv A.D.). 2 compound word, Eust.340.35. 3 sum, Dioph.1.27, al. 4 collection, LXX Ec.12.11. 5 ointment made of several ingredients, mixture, PMag.Berol.1.256, al.; medicinal mixture, Hippiatr.22; chemical compound, Ps.-Democr.Alch.p.55 B. 6 whole of parts, Apollod. Poliorc.180.9, al.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, poet. statt σύνθημα, Lob. Phryn. 249.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθεμα: τό, ποιητ. ἀντὶ σύνθημα, Ἀνθ. Π. παράρτημα 30 (ἔνθα ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) σύνθετος λέξις, Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) συνέλευσις, συνάθροισις, Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11).