χειροτονητής: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125. | |lstext='''χειροτονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[χειροτονῶ]]<br /><b>εκκλ.</b> [[κληρικός]] που χειροτονεί, που διενεργεί [[χειροτονία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = Lat.
A creator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1347] ὁ, der seine Stimme abgiebt, der Wähler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητής: -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ χειροτονῶ
εκκλ. κληρικός που χειροτονεί, που διενεργεί χειροτονία.