χειροτονητής
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
χειροτονητοῦ, ὁ, = Lat. creator, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1347] ὁ, der seine Stimme abgiebt, der Wähler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητής: -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ χειροτονῶ
εκκλ. κληρικός που χειροτονεί, που διενεργεί χειροτονία.