κητοφόντης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_19)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κητοφόντης''': -ου, ὁ, = [[κητοφόνος]], Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.
|lstext='''κητοφόντης''': -ου, ὁ, = [[κητοφόνος]], Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κητοφόντης]], ὁ (Μ)<br />[[κητοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]) «[[φονεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρει</i>-[[φόντης]], <i>Αργεϊ</i>-[[φόντης]])].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόντης: -ου, ὁ, = κητοφόνος, Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

κητοφόντης, ὁ (Μ)
κητοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει-φόντης, Αργεϊ-φόντης)].