σκιμβάδες: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6_4)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιμβάδες''': «ὕλη [[εὔθετος]] εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης [[χάριν]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σκιμβάδες''': «ὕλη [[εὔθετος]] εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης [[χάριν]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὕλη [[εὔθετος]] εἰς τοίχων ἐπίθεσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σκιμβός]] «[[χωλός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβάδες Medium diacritics: σκιμβάδες Low diacritics: σκιμβάδες Capitals: ΣΚΙΜΒΑΔΕΣ
Transliteration A: skimbádes Transliteration B: skimbades Transliteration C: skimvades Beta Code: skimba/des

English (LSJ)

ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβάδες: «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκιμβός «χωλός»].