θεατός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. [[θηητός]], [[θαητός]]. | |lstext='''θεᾱτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. [[θηητός]], [[θαητός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> digne d’être contemplé;<br /><b>2</b> visible.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be seen, S.Aj.915; θ. σοφοῖς [Ἔρως] Pl.Smp.197d, cf. Isoc.2.49; μόνῳ νῷ Pl.Phdr.247c; cf. θαητός.
German (Pape)
[Seite 1190] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; δέμας Anacr. 55, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. θηητός, θαητός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 digne d’être contemplé;
2 visible.
Étymologie: θεάομαι.