προαποδότης: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(6_19) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαποδότης''': -ου, ὁ, ὁ πρότερον [[προδότης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343. | |lstext='''προαποδότης''': -ου, ὁ, ὁ πρότερον [[προδότης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[προαποδίδωμι]]<br />αυτός που καλείται [[πρώτος]] να καταβάλει την [[οφειλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who renders payment first, i.e.surety, SIG2845(Delph.), JHS113.343 (Aetol.).
Greek (Liddell-Scott)
προαποδότης: -ου, ὁ, ὁ πρότερον προδότης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343.
Greek Monolingual
ὁ, Α προαποδίδωμι
αυτός που καλείται πρώτος να καταβάλει την οφειλή.