τετράθηρος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_18) |
(41) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράθηρος''': -ον, ὁ τέσσαρα ζῷα ἔχων, τετράθηρον ἅρμα τῶν Εὐαγγελίων (περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν) Ἰω. Χρυσ. τ. 6, Ὁμιλ. 122. | |lstext='''τετράθηρος''': -ον, ὁ τέσσαρα ζῷα ἔχων, τετράθηρον ἅρμα τῶν Εὐαγγελίων (περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν) Ἰω. Χρυσ. τ. 6, Ὁμιλ. 122. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] ζώα («τετράθηρον [[ἅρμα]] τῶν εὐαγγελίων» — οι [[τέσσερεις]] ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>θηρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τετράθηρος: -ον, ὁ τέσσαρα ζῷα ἔχων, τετράθηρον ἅρμα τῶν Εὐαγγελίων (περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν) Ἰω. Χρυσ. τ. 6, Ὁμιλ. 122.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» — οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ-θηρος].