προσωποποιία: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
(6_9)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσωποποιία''': ἡ, [[προσωποποίησις]]· δραματικὸς [[τρόπος]] συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου [[βίος]] Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· [[ὅταν]] [[πρόσωπον]] ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».
|lstext='''προσωποποιία''': ἡ, [[προσωποποίησις]]· δραματικὸς [[τρόπος]] συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου [[βίος]] Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· [[ὅταν]] [[πρόσωπον]] ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσωποποιός]]<br />η [[προσωποποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να βάζει [[κανείς]] φανταστικούς λόγους στο δικό του [[στόμα]] ή στο [[στόμα]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> η [[μεταβολή]] του γραμματικού προσώπου.
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποποιία Medium diacritics: προσωποποιία Low diacritics: προσωποποιία Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: prosōpopoiía Transliteration B: prosōpopoiia Transliteration C: prosopopoiia Beta Code: proswpopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dramatization, the putting of speeches into the mouths of characters, Phld.Po.5.12 (pl.), D.H.Vett. Cens.3.1, Demetr.Eloc.265, Marcellin.Vit. Thuc.38, Herm. in Phdr. p.182 A.; opp. ἠθοποιία, Hermog.Prog.9.    II the putting of imaginary speeches into one's own or another's mouth ('I should have said . .', 'your father would have said . .'), Id.Inv.3.10,15, Charis. p.284 K., Rutil.2.6.    III change of grammatical person, A.D. Adv.131.16.

Greek (Liddell-Scott)

προσωποποιία: ἡ, προσωποποίησις· δραματικὸς τρόπος συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου βίος Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· ὅταν πρόσωπον ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσωποποιός
η προσωποποίηση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου
2. η μεταβολή του γραμματικού προσώπου.