προσωποποιία

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποποιία Medium diacritics: προσωποποιία Low diacritics: προσωποποιία Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: prosōpopoiía Transliteration B: prosōpopoiia Transliteration C: prosopopoiia Beta Code: proswpopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A dramatization, the putting of speeches into the mouths of characters, Phld.Po.5.12 (pl.), D.H.Vett. Cens.3.1, Demetr.Eloc.265, Marcellin.Vit. Thuc.38, Herm. in Phdr. p.182 A.; opp. ἠθοποιία, Hermog.Prog.9.
II the putting of imaginary speeches into one's own or another's mouth ('I should have said..', 'your father would have said..'), Id.Inv.3.10,15, Charis. p.284 K., Rutil.2.6.
III change of grammatical person, A.D. Adv.131.16.

Russian (Dvoretsky)

προσωποποιΐα: ἡ рит. (лат. personificatio) просопопея, олицетворение.

Spanish

prosopopeya

Greek (Liddell-Scott)

προσωποποιία: ἡ, προσωποποίησις· δραματικὸς τρόπος συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου βίος Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· ὅταν πρόσωπον ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσωποποιός
η προσωποποίηση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου
2. η μεταβολή του γραμματικού προσώπου.