νεφέλιον: Difference between revisions
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεφέλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεφέλη]], Λατ. nubecula, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 24, Θεόφρ. περὶ Σημ. Ὑδάτ. 1. 11., 3. 6. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. nubecula, ἐπὶ νεφελωδῶν καθιζημάτων ἐντὸς τῶν οὔρων, Ἱππ. 213G, κτλ. 2) [[εἶδος]] νεφελοειδοῦς κηλῖδος ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22 σελ. 25). 3) λευκὸν [[σημεῖον]] ἐπὶ τῶν ὀνύχων, [[Πολυδ]]. Β΄, 146. | |lstext='''νεφέλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεφέλη]], Λατ. nubecula, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 24, Θεόφρ. περὶ Σημ. Ὑδάτ. 1. 11., 3. 6. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. nubecula, ἐπὶ νεφελωδῶν καθιζημάτων ἐντὸς τῶν οὔρων, Ἱππ. 213G, κτλ. 2) [[εἶδος]] νεφελοειδοῦς κηλῖδος ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22 σελ. 25). 3) λευκὸν [[σημεῖον]] ἐπὶ τῶν ὀνύχων, [[Πολυδ]]. Β΄, 146. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit nuage.<br />'''Étymologie:''' [[νεφέλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of νεφέλη, Arist.Mete.367b9, Thphr.Sign.11,20. 2 Astron., nebula, Ptol.Alm.7.5, al., Vett. Val.110.12. II of clouds in urine, Hp.Coac.571, etc. 2 cloud-like opacity on the eye, Dsc.2.151, Gal.19.534. 3 white speck on the nails, Poll.2.146.
Greek (Liddell-Scott)
νεφέλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεφέλη, Λατ. nubecula, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 24, Θεόφρ. περὶ Σημ. Ὑδάτ. 1. 11., 3. 6. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. nubecula, ἐπὶ νεφελωδῶν καθιζημάτων ἐντὸς τῶν οὔρων, Ἱππ. 213G, κτλ. 2) εἶδος νεφελοειδοῦς κηλῖδος ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22 σελ. 25). 3) λευκὸν σημεῖον ἐπὶ τῶν ὀνύχων, Πολυδ. Β΄, 146.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit nuage.
Étymologie: νεφέλη.