Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.
|lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a deux cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[καρδία]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρδιος Medium diacritics: δικάρδιος Low diacritics: δικάρδιος Capitals: ΔΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: dikárdios Transliteration B: dikardios Transliteration C: dikardios Beta Code: dika/rdios

English (LSJ)

ον,

   A with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.