χιτωνίσκιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῐτωνίσκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30. | |lstext='''χῐτωνίσκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α [[χιτωνίσκος]]<br />υποκορ. τ. του [[χιτωνίσκος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[σώμα]] («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον [[χιτωνίσκιον]]», Θεοφύλ. Σ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., IG22.1514.28.
German (Pape)
[Seite 1357] τό, dim. von χιτών, Osann syll. inscr. 1 p. 79.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτωνίσκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α χιτωνίσκος
υποκορ. τ. του χιτωνίσκος
μσν.
μτφ. το σώμα («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον χιτωνίσκιον», Θεοφύλ. Σ.).