ἠρέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠρέμησις''': -εως, ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀκινησία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, [[καταπράϋνσις]], Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21.
|lstext='''ἠρέμησις''': -εως, ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀκινησία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, [[καταπράϋνσις]], Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἠρεμία]] (<i>au propr. et au fig.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἠρεμέω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρέμησις Medium diacritics: ἠρέμησις Low diacritics: ηρέμησις Capitals: ΗΡΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: ērémēsis Transliteration B: ēremēsis Transliteration C: iremisis Beta Code: h)re/mhsis

English (LSJ)

hyperdor. ἀρέμησις, εως, ἡ, Ti.Locr.104b:—

   A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.251a26, al.; ἡ νόησις ἔοικεν -ήσει μᾶλλον ἢ κινήσει Id.de An.407a32; ἐν ἀρεμήσει, of ἐπιθυμία, Ti.Locr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, das Ruhig-, Gelassensein, die Ruhe; ἐπιθυμίαν ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Tim. Locr. 104 b; neben πράϋνσις u. κατάστασις ὀργῆς, im Ggstz von κίνησις, Arist. rhet. 2, 3, vgl. de anim. 1, 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρέμησις: -εως, ἡ, ἡσυχία, ἀκινησία, ἀντίθ. κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, καταπράϋνσις, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ἠρεμία (au propr. et au fig.).
Étymologie: ἠρεμέω.