παλαιγενής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιγενής''': -ές, ὁ [[πάλαι]] γεννηθείς, [[πλήρης]] ἑτῶν, [[παλαιός]], γεραιὲ παλαιγενές, λεγόμενον πρὸς τὸν Φοίνικα, Ἰλ. Ρ. 561· [[γρηῦς]] π. Ὀδ. Χ. 395· ἄνθρωποι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 113· ὁ π. [[Κρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 220· ἡ π. [[μήτηρ]].. Θέμις [[αὐτόθι]] 873· π. Μοῖραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 172· παρβασία ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 742· ἀοιδαὶ Εὐρ. Μήδ. 421· [[Βάκχιος]] π., παλαιὸς [[οἶνος]], Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Κύκνῳ» 1· ἐχθρὸς ἧ π., [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037.
|lstext='''πᾰλαιγενής''': -ές, ὁ [[πάλαι]] γεννηθείς, [[πλήρης]] ἑτῶν, [[παλαιός]], γεραιὲ παλαιγενές, λεγόμενον πρὸς τὸν Φοίνικα, Ἰλ. Ρ. 561· [[γρηῦς]] π. Ὀδ. Χ. 395· ἄνθρωποι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 113· ὁ π. [[Κρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 220· ἡ π. [[μήτηρ]].. Θέμις [[αὐτόθι]] 873· π. Μοῖραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 172· παρβασία ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 742· ἀοιδαὶ Εὐρ. Μήδ. 421· [[Βάκχιος]] π., παλαιὸς [[οἶνος]], Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Κύκνῳ» 1· ἐχθρὸς ἧ π., [[παμπάλαιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> né depuis longtemps, vieux, ancien;<br /><b>2</b> de vieille date, ancien (ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[πάλαι]], [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιγενής Medium diacritics: παλαιγενής Low diacritics: παλαιγενής Capitals: ΠΑΛΑΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: palaigenḗs Transliteration B: palaigenēs Transliteration C: palaigenis Beta Code: palaigenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born long ago, full of years, γεραιὲ παλαιγενές, addressed to Phoenix, Il.17.561; γρηῢς π. Od.22.395; ἄνθρωποι h.Cer. 113; ὁ π. Κρόνος A.Pr.222; ἡ π. μήτηρ . . Θέμις ib.873; π. Μοῖραι Id.Eu.172 (lyr.); παρβασία Id.Th.742 (lyr.); ἀοιδαί E.Med.421; Βάκχιος π. old wine, Antiph.237.1; νέκταρ π. Alex.119.2; ἐχθρὸς ἦ π. long long ago, A.Ag.1637.

German (Pape)

[Seite 445] ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix, γεραιἐ παλαιγενές, Il. 17, 561; γρηῦς, 3, 386 Od. 22, 395; τὸν παλαιγενῆ Κρόνον, Aesch. Prom. 220; παλαιγενεῖς Μοῖραι, Eum. 165; Θέμις, Prom. 875; übh. alt, παραιβασία, Spt. 724, vgl. Ag. 1620; Λάϊος, Eur. Phoen. 344; ἀοιδαί, Med. 421; sp. D., φῶτες Ap. Rh. 1, 1, μῦθοι Ep. ad. 571 ( App. 109); von altem Weine, Antiphan. bei Ath. XI, 781 f.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιγενής: -ές, ὁ πάλαι γεννηθείς, πλήρης ἑτῶν, παλαιός, γεραιὲ παλαιγενές, λεγόμενον πρὸς τὸν Φοίνικα, Ἰλ. Ρ. 561· γρηῦς π. Ὀδ. Χ. 395· ἄνθρωποι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 113· ὁ π. Κρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 220· ἡ π. μήτηρ.. Θέμις αὐτόθι 873· π. Μοῖραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 172· παρβασία ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 742· ἀοιδαὶ Εὐρ. Μήδ. 421· Βάκχιος π., παλαιὸς οἶνος, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Κύκνῳ» 1· ἐχθρὸς ἧ π., παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 né depuis longtemps, vieux, ancien;
2 de vieille date, ancien (ennemi).
Étymologie: πάλαι, γίγνομαι.