καπναύγης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_15) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπναύγης''': ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71. | |lstext='''καπναύγης''': ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπναύγης]], ὁ (Α)<br />αυτός που μαντεύει από τον καπνό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A smoke-observer, diviner, IG14.617 (Rhegium): pl. -αῦγαι ib.618 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
καπναύγης: ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71.
Greek Monolingual
καπναύγης, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει από τον καπνό.