κανθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανθήλιος''': ὁ, = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
|lstext='''κανθήλιος''': ὁ, = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλιος Medium diacritics: κανθήλιος Low diacritics: κανθήλιος Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: kanthḗlios Transliteration B: kanthēlios Transliteration C: kanthilios Beta Code: kanqh/lios

English (LSJ)

ὁ,

   A pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Uebertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.