θέρμιον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_22)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέρμιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θέρμος]], Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.
|lstext='''θέρμιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θέρμος]], Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέρμιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] νόσου, [[άφτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[λούπινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θέρμος]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμιον Medium diacritics: θέρμιον Low diacritics: θέρμιον Capitals: ΘΕΡΜΙΟΝ
Transliteration A: thérmion Transliteration B: thermion Transliteration C: thermion Beta Code: qe/rmion

English (LSJ)

τό, Dim. of θέρμος, Stud.Pal.22.75.11 (iii A.D.), Gloss., condemned by Thom.Mag.p.183 R.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θέρμος, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.

Greek Monolingual

θέρμιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος νόσου, άφτρα
αρχ.
μικρό λούπινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θέρμος].