θυΐτης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυΐτης''': ῑ (ἐξυπ. [[λίθος]]), ὁ, Αἰθιοπικός τις [[λίθος]], Διοσκ. 5. 154, ἴδε Sprengel.
|lstext='''θυΐτης''': ῑ (ἐξυπ. [[λίθος]]), ὁ, Αἰθιοπικός τις [[λίθος]], Διοσκ. 5. 154, ἴδε Sprengel.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυΐτης]] ὁ (Α) [[θυίον]]<br />[[αιθιοπικός]] [[λίθος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠΐτης Medium diacritics: θυΐτης Low diacritics: θυΐτης Capitals: ΘΥΪΤΗΣ
Transliteration A: thyḯtēs Transliteration B: thuitēs Transliteration C: thyitis Beta Code: qui/+ths

English (LSJ)

[ῑ] (sc. λίθος), ου, ὁ,

   A an Ethiopian stone, Dsc.5.136, Gal. 12.198.

German (Pape)

[Seite 1222] λίθος, ein jaspisähnlicher Stein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θυΐτης: ῑ (ἐξυπ. λίθος), ὁ, Αἰθιοπικός τις λίθος, Διοσκ. 5. 154, ἴδε Sprengel.

Greek Monolingual

θυΐτης ὁ (Α) θυίον
αιθιοπικός λίθος.