πολυτάλαντος: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠτάλαντος''': -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, [[γάμος]], μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία ([[ὑπὲρ]] τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, [[πλούσιος]], [[οἶκος]] Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54. | |lstext='''πολῠτάλαντος''': -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, [[γάμος]], μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία ([[ὑπὲρ]] τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, [[πλούσιος]], [[οἶκος]] Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pèse <i>ou</i> vaut beaucoup de talents;<br /><b>2</b> qui possède beaucoup de talents, opulent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τάλαντον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e. 2 possessing many talents, οἶκος Luc.Tox.14, cf. Poll.9.54. 3 weighing many talents, λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.BJ7.5.5, cf. Luc.JTr.7.
German (Pape)
[Seite 674] viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισθός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίθος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτάλαντος: -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, γάμος, μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία (ὑπὲρ τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, πλούσιος, οἶκος Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pèse ou vaut beaucoup de talents;
2 qui possède beaucoup de talents, opulent.
Étymologie: πολύς, τάλαντον.