θάμβημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θάμβημα''': τό, ἀντικείμενον θάμβους, τρόμου, [[φόβητρον]], τρόμαγμα, Μανέθων 4. 559.
|lstext='''θάμβημα''': τό, ἀντικείμενον θάμβους, τρόμου, [[φόβητρον]], τρόμαγμα, Μανέθων 4. 559.
}}
{{grml
|mltxt=[[θάμβημα]], το (Α) [[θαμβώ]]<br />αυτό που προκαλεί [[θάμβος]], [[κατάπληξη]] ή τρόμο.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάμβημα Medium diacritics: θάμβημα Low diacritics: θάμβημα Capitals: ΘΑΜΒΗΜΑ
Transliteration A: thámbēma Transliteration B: thambēma Transliteration C: thamvima Beta Code: qa/mbhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A alarm, terror, Man.4.559.

German (Pape)

[Seite 1185] τό, Schreckniß, Maneth. 4, 559.

Greek (Liddell-Scott)

θάμβημα: τό, ἀντικείμενον θάμβους, τρόμου, φόβητρον, τρόμαγμα, Μανέθων 4. 559.

Greek Monolingual

θάμβημα, το (Α) θαμβώ
αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο.