παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]».
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />formé de parties épaisses, gros, épais;<br /><i>Sp.</i> παχυμερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[μέρος]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχῠμερής Medium diacritics: παχυμερής Low diacritics: παχυμερής Capitals: ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pachymerḗs Transliteration B: pachymerēs Transliteration C: pachymeris Beta Code: paxumerh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6 ; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U. ; τὸ -έστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31 ; τὸ -έστατον Placit.1.3.11.    II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18 ; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.

German (Pape)

[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.