σκάνδαλον: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ. | |lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; <i>fig.</i> scandale.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαδ, tomber ; cf. <i>lat.</i> cadere. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 889] τό, spätere Form für σκανδάληθρον, 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σκάνδᾰλον: τό, (ἴδε σκανδάληθρον), παγὶς ἢ βρόχος στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., πειρασμός, πρόσκομμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; fig. scandale.
Étymologie: R. Σκαδ, tomber ; cf. lat. cadere.