ῥοάς: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_4) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοάς''': -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ [[νόσος]] τῶν [[ἀμπέλων]], [[ὅταν]] ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. [[ῥυάς]]. | |lstext='''ῥοάς''': -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ [[νόσος]] τῶν [[ἀμπέλων]], [[ὅταν]] ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. [[ῥυάς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) [[πτώση]] τών καρπών, [[πτώση]] τών ρωγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφ. γρφ. [[αντί]] [[ῥυάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ῥέω)
A shedding of fruit, a disease of vines, f.l. for ῥυάς, Thphr.HP4.14.6.
German (Pape)
[Seite 846] άδος, ἡ, das Fließen, eine Krankheit der Weinstöcke, Sp., wie Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοάς: -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων, ὅταν ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. ῥυάς.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς.