ψιμυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_13b)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιμῠθίζω''': μελλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[ψιμυθιόω]], διὰ ψιμυθίου [[καλλωπίζω]], «φυκιασιδώνω», Ζωναρ. Λεξ. σ. 1874.
|lstext='''ψιμῠθίζω''': μελλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[ψιμυθιόω]], διὰ ψιμυθίου [[καλλωπίζω]], «φυκιασιδώνω», Ζωναρ. Λεξ. σ. 1874.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και [[ψιμμυθίζω]] Α [[ψίμυθος]]<br />[[ψιμυθιώνω]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιμυθίζω Medium diacritics: ψιμυθίζω Low diacritics: ψιμυθίζω Capitals: ΨΙΜΥΘΙΖΩ
Transliteration A: psimythízō Transliteration B: psimythizō Transliteration C: psimythizo Beta Code: yimuqi/zw

English (LSJ)

   A = ψιμυθιόω, paint with white lead, Zonar.

German (Pape)

[Seite 1400] = ψιμυθόω, ψιμυθιόω, mit Bleiweiß schminken.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμῠθίζω: μελλ. Ἀττ. -ιῶ, = ψιμυθιόω, διὰ ψιμυθίου καλλωπίζω, «φυκιασιδώνω», Ζωναρ. Λεξ. σ. 1874.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ψιμμυθίζω Α ψίμυθος
ψιμυθιώνω.