ἐγκομβόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκομβόομαι''': Μέσ. ([[κόμβος]]) δένω τι [[ἐπάνω]] μου, φορῶ τι διαρκῶς, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιστ. Πέτρ. Α. ε΄, 5, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Φωτ. Ἐπιστ. 156. ΙΙ. Παθ., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 4 Ahr. | |lstext='''ἐγκομβόομαι''': Μέσ. ([[κόμβος]]) δένω τι [[ἐπάνω]] μου, φορῶ τι διαρκῶς, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιστ. Πέτρ. Α. ε΄, 5, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Φωτ. Ἐπιστ. 156. ΙΙ. Παθ., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 4 Ahr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />boutonner sur soi, <i>càd</i> s’envelopper en se boutonnant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κομβόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Med., (κόμβος)
A bind a thing on oneself, wear it constantly, Apollod.Car.4, 1 Ep.Pet.5.5. II Pass., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Hsch.), Epich.7.
German (Pape)
[Seite 709] med., sich Etwas einbinden, sich einhüllen, Apolld. Caryst. in VLL.; dah. = sich fest zu eigen machen, N. T – Pass. = δεθῆναι, ἐνειλεῖσθαι, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκομβόομαι: Μέσ. (κόμβος) δένω τι ἐπάνω μου, φορῶ τι διαρκῶς, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιστ. Πέτρ. Α. ε΄, 5, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Φωτ. Ἐπιστ. 156. ΙΙ. Παθ., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 4 Ahr.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
boutonner sur soi, càd s’envelopper en se boutonnant.
Étymologie: ἐν, κομβόω.