μανιάς: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰνιάς''': -άδος, ἡ, ([[μανία]]) [[ἐμμανής]], μαινόμενος, [[μανικός]], μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι [[αὐτόθι]] 270. | |lstext='''μᾰνιάς''': -άδος, ἡ, ([[μανία]]) [[ἐμμανής]], μαινόμενος, [[μανικός]], μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι [[αὐτόθι]] 270. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος,
A frantic, mad, μανιάσιν νόσοις S.Aj.59; λύσσας μανιάδος E.Or.327 (lyr.), cf. S.Fr.941.4: with neut. Subst. in dat. pl., μανιάσιν λυσσήμασι E.Or.270.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιάς: -άδος, ἡ, (μανία) ἐμμανής, μαινόμενος, μανικός, μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι αὐτόθι 270.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. aux trois genres;
furieux.
Étymologie: μανία.