συγκαμπτός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_11)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.
|lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαμπτός Medium diacritics: συγκαμπτός Low diacritics: συγκαμπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: synkamptós Transliteration B: synkamptos Transliteration C: sygkamptos Beta Code: sugkampto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A flexed, Arist.IA709b7.

German (Pape)

[Seite 964] zusammengebogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαμπτός: -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.