ἰσοθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοθάνατος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς θάνατον, «τὸ δὲ ἰσοθάνατον Σοφοκλέους εἰπόντος ἐν Κρεούσῃ οὐ [[πάνυ]] ἀνεκτόν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174 (Σοφ. Ἀποσπ. 329). | |lstext='''ἰσοθάνατος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς θάνατον, «τὸ δὲ ἰσοθάνατον Σοφοκλέους εἰπόντος ἐν Κρεούσῃ οὐ [[πάνυ]] ἀνεκτόν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174 (Σοφ. Ἀποσπ. 329). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσοθάνατος]], -ον (Α)<br />[[ίσος]] με τον θάνατο, όμοιος με θάνατο (α. [[ἰσοθάνατος]] [[κίνδυνος]]» β. «[[ἰσοθάνατος]] ἀρρωστὶα»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A like death, S.Fr.359; ἀρρωστία PHaw.65.19; κίνδυνος Vett.Val.293.4; censured by Poll.6.174.
German (Pape)
[Seite 1264] Soph. frg. 329, von Poll. 6, 174 ohne Erkl. angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοθάνατος: -ον, ἴσος πρὸς θάνατον, «τὸ δὲ ἰσοθάνατον Σοφοκλέους εἰπόντος ἐν Κρεούσῃ οὐ πάνυ ἀνεκτόν» Πολυδ. Ζ΄, 174 (Σοφ. Ἀποσπ. 329).
Greek Monolingual
ἰσοθάνατος, -ον (Α)
ίσος με τον θάνατο, όμοιος με θάνατο (α. ἰσοθάνατος κίνδυνος» β. «ἰσοθάνατος ἀρρωστὶα»).