ἰσοθάνατος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοθᾰ́νᾰτος Medium diacritics: ἰσοθάνατος Low diacritics: ισοθάνατος Capitals: ΙΣΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: isothánatos Transliteration B: isothanatos Transliteration C: isothanatos Beta Code: i)soqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, like death, S.Fr.359; ἀρρωστία PHaw.65.19; κίνδυνος Vett.Val.293.4; censured by Poll.6.174.

German (Pape)

[Seite 1264] Soph. frg. 329, von Poll. 6, 174 ohne Erkl. angeführt.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοθάνατος: подобный смерти Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοθάνατος: -ον, ἴσος πρὸς θάνατον, «τὸ δὲ ἰσοθάνατον Σοφοκλέους εἰπόντος ἐν Κρεούσῃ οὐ πάνυ ἀνεκτόν» Πολυδ. Ζ΄, 174 (Σοφ. Ἀποσπ. 329).

Greek Monolingual

ἰσοθάνατος, -ον (Α)
ίσος με τον θάνατο, όμοιος με θάνατο (α. ἰσοθάνατος κίνδυνος» β. «ἰσοθάνατος ἀρρωστὶα»).