μερίτης: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μερίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) [[μέτοχος]], τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6. | |lstext='''μερίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) [[μέτοχος]], τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui participe, participant à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (μερίς)
A partaker, sharer, τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.
German (Pape)
[Seite 135] ὁ, Theilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Theil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) μέτοχος, τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui participe, participant à, gén..
Étymologie: μέρος.