προσένεγξις: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(6_8) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσένεγξις''': -εως, ἡ, = [[πρόσοδος]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199. | |lstext='''προσένεγξις''': -εως, ἡ, = [[πρόσοδος]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έγξεως, ἡ, Μ<br />[[πρόσοδος]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>προσενεγ</i>-<i>κ</i>- του αορ. <i>προσενεγκεῖν</i> του [[προσφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πρόσοδος, income, Thom.Mag.p.306 R.
Greek (Liddell-Scott)
προσένεγξις: -εως, ἡ, = πρόσοδος, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199.
Greek Monolingual
-έγξεως, ἡ, Μ
πρόσοδος, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ-κ- του αορ. προσενεγκεῖν του προσφέρω.