ζακαλλής: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾰκαλλής''': -ές, ([[κάλλος]]) [[περικαλλής]], Ἡσύχ.
|lstext='''ζᾰκαλλής''': -ές, ([[κάλλος]]) [[περικαλλής]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζακαλλής]], -ές (Α)<br />πολύ [[ωραίος]], ωραιότατος, [[περικαλλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καλλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>καλλής</i>, <i>περι</i>-<i>καλλής</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰκαλλής Medium diacritics: ζακαλλής Low diacritics: ζακαλλής Capitals: ΖΑΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: zakallḗs Transliteration B: zakallēs Transliteration C: zakallis Beta Code: zakallh/s

English (LSJ)

ές, (κάλλος)

   A very beautiful, Hsch. ζακελτίδες, v. ζεκ-.

German (Pape)

[Seite 1136] Hesych. = περικαλλής.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰκαλλής: -ές, (κάλλος) περικαλλής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -καλλής < κάλλος (πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής)].