τρίκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_18)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]].
|lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐπὶ [[τρία]] ἔτη κεκ(αθ)αρμένος [[κριός]], ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κούρεμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμί</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκουρος Medium diacritics: τρίκουρος Low diacritics: τρίκουρος Capitals: ΤΡΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: tríkouros Transliteration B: trikouros Transliteration C: trikouros Beta Code: tri/kouros

English (LSJ)

ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.

German (Pape)

[Seite 1144] dreischürig, alle drei Jahre od. dreimal im Jahre geschoren od. zu scheeren, Hesych.; bei Alciphr. 1, 28 f. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκουρος: -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἡσύχ.· πρβλ. τρικόρωνος.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί-κουρος].