Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυννίς: Difference between revisions

From LSJ
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυννίς''': -ίδος, ἡ, [[θύννα]], Ἐπίχ. 32 Αhr., Κρατῖν. - Πλουτ. 3, Στράττις Καλλ. 2, Ἀριστ. Π. τά Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6, κ. ἀλλ.
|lstext='''θυννίς''': -ίδος, ἡ, [[θύννα]], Ἐπίχ. 32 Αhr., Κρατῖν. - Πλουτ. 3, Στράττις Καλλ. 2, Ἀριστ. Π. τά Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυννίς]] και [[θύννα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θύννος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θύννος]] [[κατά]] τα <i>αλεκτορ</i>-<i>ίς</i>, <i>θυγατρ</i>-<i>ίς</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυννίς Medium diacritics: θυννίς Low diacritics: θυννίς Capitals: ΘΥΝΝΙΣ
Transliteration A: thynnís Transliteration B: thynnis Transliteration C: thynnis Beta Code: qunni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A young female tunny, prob. l. in Hippon.35.2, Epich.74, Cratin. 161, Stratt.12, Archestr.Fr.37.1, Arist.HA543a9, al.

German (Pape)

[Seite 1225] ίδος, ἡ, dim. von θύννος; Arist. H. A. 5, 9; Ath. VII, 303 e.

Greek (Liddell-Scott)

θυννίς: -ίδος, ἡ, θύννα, Ἐπίχ. 32 Αhr., Κρατῖν. - Πλουτ. 3, Στράττις Καλλ. 2, Ἀριστ. Π. τά Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

θυννίς και θύννα, ἡ (Α)
βλ. θύννος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θύννος κατά τα αλεκτορ-ίς, θυγατρ-ίς].