μυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[μύρον]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.
|lstext='''μῠρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[μύρον]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[μύρον]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μυρίζει ωραία, [[μυρωδάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος, περεμφερής με [[μύρο]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρώδης Medium diacritics: μυρώδης Low diacritics: μυρώδης Capitals: ΜΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: myrṓdēs Transliteration B: myrōdēs Transliteration C: myrodis Beta Code: murw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like unguent, Sch.Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 222] ες, salbenartig, Schol. Luc. Lex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μύρον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

μυρώδης, -ῶδες (ΑΜ) μύρον
μσν.
αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος
αρχ.
όμοιος, περεμφερής με μύρο.