μυρώδης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρώδης Medium diacritics: μυρώδης Low diacritics: μυρώδης Capitals: ΜΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: myrṓdēs Transliteration B: myrōdēs Transliteration C: myrodis Beta Code: murw/dhs

English (LSJ)

μυρώδες, like unguent, Sch.Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 222] ες, salbenartig, Schol. Luc. Lex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μύρον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

μυρώδης, -ῶδες (ΑΜ) μύρον
μσν.
αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος
αρχ.
όμοιος, περεμφερής με μύρο.