μεσίτης: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσίτης''': [-ῑ], ου, ὁ, ὁ μεσιτεύων, [[διαιτητής]], [[κριτής]], Πολύβ. 28. 15, 8, Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 19, κτλ· τῶν ὁμολογιῶν Διόδ. 4. 54· θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. β΄, 5· - θηλ. μεσῖτις, -ιδος, φιλίας μεσῖτιν τράπεζαν παραθέμενοι Λουκ. Ἔρωτ. 27· φιλίας μ. ἡδονὴ [[αὐτόθι]] 54. | |lstext='''μεσίτης''': [-ῑ], ου, ὁ, ὁ μεσιτεύων, [[διαιτητής]], [[κριτής]], Πολύβ. 28. 15, 8, Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 19, κτλ· τῶν ὁμολογιῶν Διόδ. 4. 54· θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. β΄, 5· - θηλ. μεσῖτις, -ιδος, φιλίας μεσῖτιν τράπεζαν παραθέμενοι Λουκ. Ἔρωτ. 27· φιλίας μ. ἡδονὴ [[αὐτόθι]] 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> intermédiaire;<br /><b>2</b> arbitre, médiateur, qui intercède.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mediator, umpire, arbitrator, PLille28.11 (iii B. C.), Plb.28.17.8 (pl.), Ep.Gal.3.19, etc.; τῶν ὁμολογιῶν D.S.4.54; θεοῦ καὶ ἀνθρώπων 1 Ep.Ti.2.5; stakeholder, PStrassb.1.41.14 (iii A. D.). 2 fem. μεσῖτις, ιδος, fili/as mesi=tin tra/pezan paraqe/menoi Luc.Am.27; φιλίας μ. ἡδονή ib.54. II in a middle position, of a limb, Gal.18(2).861.
German (Pape)
[Seite 138] ὁ, der Vermittler, Unterhändler, Friedensstifter, Pol. 28, 15, 8; τῶν ὁμολογιῶν, D. Sic. 4, 54; N. T. u. a. Sp., wie Luc. Amor. 48.
Greek (Liddell-Scott)
μεσίτης: [-ῑ], ου, ὁ, ὁ μεσιτεύων, διαιτητής, κριτής, Πολύβ. 28. 15, 8, Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 19, κτλ· τῶν ὁμολογιῶν Διόδ. 4. 54· θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. β΄, 5· - θηλ. μεσῖτις, -ιδος, φιλίας μεσῖτιν τράπεζαν παραθέμενοι Λουκ. Ἔρωτ. 27· φιλίας μ. ἡδονὴ αὐτόθι 54.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 intermédiaire;
2 arbitre, médiateur, qui intercède.
Étymologie: μέσος.