κλινοπάλη: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑνοπάλη''': ᾰ, [[πάλη]] ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22. | |lstext='''κλῑνοπάλη''': ᾰ, [[πάλη]] ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλινοπάλη]], ἡ (Α)<br />η [[πάλη]] [[πάνω]] στην [[κλίνη]], το [[πάλεμα]] στο [[κρεβάτι]], η [[συνουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A bed-wrestling, sens. obsc., Suet.Dom.22.
German (Pape)
[Seite 1454] ἡ, das Bettringen, der Beischlaf, Sueton. Domit. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπάλη: ᾰ, πάλη ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22.
Greek Monolingual
κλινοπάλη, ἡ (Α)
η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία.