ἀντιδιασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_11)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιδιασταλτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου [[ἕστηκα]] ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ [[ἐμαυτοῦ]] οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 50Α.
|lstext='''ἀντιδιασταλτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου [[ἕστηκα]] ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ [[ἐμαυτοῦ]] οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 50Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[distintivo]] en relación con la persona ἐκφορπά A.D.<i>Pron</i>.24.13, [[δεῖξις]] A.D.<i>Synt</i>.97.17.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera distintiva]] καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ. A.D.<i>Pron</i>.40.4.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιασταλτικός Medium diacritics: ἀντιδιασταλτικός Low diacritics: αντιδιασταλτικός Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antidiastaltikós Transliteration B: antidiastaltikos Transliteration C: antidiastaltikos Beta Code: a)ntidiastaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A distinctive, A.D. Pron.24.12, Synt.97.17. Adv. -κῶς Id.Pron.40.4.

German (Pape)

[Seite 251] trennend, Ap. Dysc. de pron. 289 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιασταλτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου ἕστηκα ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ ἐμαυτοῦ οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 50Α.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 distintivo en relación con la persona ἐκφορπά A.D.Pron.24.13, δεῖξις A.D.Synt.97.17.
2 adv. -ῶς de manera distintiva καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ. A.D.Pron.40.4.