θεοπαράδοτος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοπαράδοτος''': -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, [[πολιτεία]] Ἐκκλ.
|lstext='''θεοπαράδοτος''': -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, [[πολιτεία]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεοπαράδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («[[θεοπαράδοτος]] [[σοφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρα</i>-[[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>παράδοτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπαράδοτος Medium diacritics: θεοπαράδοτος Low diacritics: θεοπαράδοτος Capitals: ΘΕΟΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theoparádotos Transliteration B: theoparadotos Transliteration C: theoparadotos Beta Code: qeopara/dotos

English (LSJ)

ον,

   A delivered by God, Procl. in Cra.p.59 P.; λόγια Marin. Procl.26; σοφία Dam.Pr.311.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott überliefert, Procl. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπαράδοτος: -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, πολιτεία Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεοπαράδοτος, -ον (AM)
αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -παράδοτος (< παρα-δίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, πατρο-παράδοτος].