σανιδωτός: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_11) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰνῐδωτός''': -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.). | |lstext='''σᾰνῐδωτός''': -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σανιδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br />στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για [[πλοίο]]) αυτός που έχει σανιδένιο [[κατάστρωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A planked, boarded over, LXX Ex.27.8, al.
German (Pape)
[Seite 861] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδωτός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σανιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ σανιδῶ
στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες
αρχ.
(κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα.